- Αργεντινός, -ή, -ό
- Αργεντινός, ο θηλ. -ή ο κάτοικος της Αργεντινής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αργεντινός — ή, ό και όν 1. αυτός που ανήκει στην Αργεντινή ή προέρχεται απ αυτήν 2. φρ. «Αργεντινή δεκάρα» απατεώνας … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Μαραντόνα, Ντιέγκο Αρμάντο — (Μπουένος Άιρες, Αργεντινή 1960 –). Αργεντινός ποδοσφαιριστής. Καταγόταν από φτωχή οικογένεια και έδειξε από πολύ νωρίς το ποδοσφαιρικό του ταλέντο. Υπήρξε ο νεότερος Αργεντινός που έπαιξε στην Εθνική ομάδα, κάνοντας το ντεμπούτο του εναντίον της … Dictionary of Greek
Аргентина — Аргентинская Республика República Argentina … Википедия
δακτυλοσκοπία — Τεχνική με την οποία διαπιστώνεται η ταυτότητα ενός προσώπου και βασίζεται στη λήψη, στην παρατήρηση και στην ταξινόμηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του. Είναι γνωστό ότι στα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών, το δέρμα της εσωτερικής επιφάνειας… … Dictionary of Greek
ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… … Dictionary of Greek
μοντερνισμός — Λογοτεχνικό κίνημα, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εικοσαετία του 19ου αι. στην ισπανόφωνη Αμερική ως αντίδραση προς τις απηρχαιωμένες μορφές του ρομαντισμού. Στην αρχική τους αυτή αντίδραση, οι μοντερνιστές χρησιμοποίησαν τις νέες τάσεις της… … Dictionary of Greek
Γκαρδέλ, Κάρλος — (Carlos Gardel, Γαλλία 1890 – Κολομβία 1935). Αργεντινός τραγουδιστής. Η οικογένειά του μετοίκησε από τη Γαλλία στην Αργεντινή όταν ήταν μικρός. Μεγάλωσε στο Μπουένος Άιρες και τις πρώτες του ηχογραφήσεις σε δίσκους τις πραγματοποίησε το 1911. Ο… … Dictionary of Greek
Γκεβάρα, Ερνέστο Τσε — (Ernesto Che Guevara,Ροζάριο, Αργεντινή 1928 – Χιγκέρας, Βολιβία 1967).Αργεντινός πολιτικός και επαναστάτης. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Νέος ακόμα πήρε μέρος στο μαρξιστικό κίνημα και το 1954 κατάφυγε στο Μεξικό, όπου… … Dictionary of Greek
Γκονζάλες, Ζοακίμ — (Joaquim Gonzalez, 1861 – 1923). Αργεντινός πολιτικός. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της πόλης Κόρδοβα και εξελέγη τρεις φορές βουλευτής. Στο διάστημα από το 1907 έως το 1916 ήταν μέλος της Γερουσίας. Διετέλεσε επίσης υπουργός των Εσωτερικών… … Dictionary of Greek